- εκμεταλλευτικός
- -ή, -όαυτός που αναφέρεται ή ανήκει στην εκμετάλλευση, που γίνεται για εκμετάλλευση.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εκμεταλλευτικός — ή, ό επίρρ. ά που ανήκει ή αναφέρεται στην εκμετάλλευση (βλ. λ.), που γίνεται για εκμετάλλευση: Εκμεταλλευτική εταιρεία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)